Vevilos
Με Λένε Δρόμο (Me Lene Dromo)
Με λένε ποτάμι παγωμένο ήρωα πεθαμένο
Τόπο λησμονημένο τα διηγήματα
Με λένε φονιά και ματωμένο, θύμα και πληγωμένο
Συντροφικό και ξένο τα ποιήματα
Δεν νιώθω τίποτα γιατί είμαι μαχητής
Είμαι απροσκύνητος, απρόσωπος κι εκδικητής
Πηγαίνω αντίθετα από σας, έχω δικό μου νόμο
Γιατί με λένε δρόμο, γιατί με λένε δρόμο
Δεν έχω όνομα, δεν έχω πρόσωπο
Έχω φωνή που φοβίζει το μικρόκοσμο
Δεν έχω σώμα μα, κάπου έχω θάψει μια καρδιά
Κάποιος την άκουσε να χτυπάει μια βραδιά
Αυτός με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια
Κι είδε ένα δρόμο γεμάτο αγκάθια
Κι αυτός που έμαθε να ζει μέσα σε ψέματα
Δεν είδε ακόμα στο δρόμο μου τα αίματα
Δεν είδε ακόμα πως εγώ δεν είμαι κανενός
Είμαι ορφανός και πιθανώς λιγάκι παρακατιανός
Είμαι ωμός, θυμός, καημός και ριζωμός
Είμαι τ’ ατέλειωτο, σταθμός και ποταμός
Δεν έχω αρχή να πειθαρχεί σε νόμους και σε διατάξεις
Δεν ανήκω πουθενά σε κόμματα και παρατάξεις
Δε φυλακίζομαι, είμαι θεριό γιατί ο νους μου είναι αληταριό
Γράφει ο δρόμος στο βιβλίο του περίεργα συνθήματα
Να ψιθυρίζουν άναρχοι σε φυλακές και τμήματα
Σε μνήματα οικήματα η τρομερή του όψη
Με βία να μετράει τη γη που του ‘χουν πετσοκόψει
Δεν έχω όνομα, σύνορα και ταυτότητα
Ούτε άδεια παραμονής κι υπηκοότητα
Είμαι ανεξίθρησκος, ούτε Θεό, ούτε Ισλάμ
Παμ παραμ παμ παμ παμ παμ παμ
Με λένε ποτάμι παγωμένο ήρωα πεθαμένο
Τόπο λησμονημένο τα διηγήματα
Με λένε φονιά και ματωμένο, θύμα και πληγωμένο
Συντροφικό και ξένο τα ποιήματα
Δεν νιώθω τίποτα γιατί είμαι μαχητής
Είμαι απροσκύνητος, απρόσωπος κι εκδικητής
Πηγαίνω αντίθετα από σας, έχω δικό μου νόμο
Γιατί με λένε δρόμο, γιατί με λένε δρόμο
Κι είμαι οργή στα πλήθη, πληγή ανοιχτή σε στήθη
Κλωστή που υφαίνει τ’ όνειρο απ’ το παραμύθι
Τσεκούρι που γυρίζει, σκοτεινός ουρανός
Μια φορά πεθαμένος, δυο φορές ζωντανός
Ο αμνός, περιθωριακός, διωγμένος
Πιο καλά τρομοκράτης παρά τρομοκρατημένος
Κι όμως δεν είμαι εγώ, είμαι όλα εκείνα γύρω μου
Κάποιοι με είπαν δρόμο, μα ξέχασα το στίχο μου
Δεν είμαι εγώ που όταν κοιμάμαι παγιδεύομαι
Έχω τα μάτια μου ανοιχτά να ζω και να ονειρεύομαι
Δεν είμαι εγώ που τακιμιάζω με το αθάνατο
Με λένε δρόμο και παντοτινά βλέπω τον ίδιο θάνατο
Δεν είμαι προσηλυτιστής ούτε, ασφαλώς, ποιμένας
Κι αν ρωτήσει ο Πολύφημος, πείτε του ο καθένας
Δεν είμαι ποιητής, είμαι στιχάκι
Πάνω σε τοίχο φυλακής και σε παγκάκι
Δεν είμαι εγώ που με κοιμίζουν μ’ αναισθησιογόνα
Εγώ τρέφομαι με χημικά, σφαίρες και καπνογόνα
Ούτε επέμβαση με ψυχοτρόπα ενδοφλέβια
Με λένε δρόμο και φέρομαι μ’ ασέβεια
Φοράω στο γκρι μου μαύρο γιατί πενθώ όσους χαθήκαν
Γι’ αυτούς που παραδόθηκαν και δεν αντισταθήκαν
Για μένα όταν με κλείνουνε στα πειθαρχεία
Την ώρα που θ’ ακούγεται η φωνή μου απ’ τα ηχεία
Με λένε ποτάμι παγωμένο ήρωα πεθαμένο
Τόπο λησμονημένο τα διηγήματα
Με λένε φονιά και ματωμένο, θύμα και πληγωμένο
Συντροφικό και ξένο τα ποιήματα
Δεν νιώθω τίποτα γιατί είμαι μαχητής
Είμαι απροσκύνητος, απρόσωπος κι εκδικητής
Πηγαίνω αντίθετα από σας, έχω δικό μου νόμο
Γιατί με λένε δρόμο, γιατί με λένε δρόμο
Γράφει ο δρόμος την ίδια όπως και τότε ιστορία
Γραμμένη στον τοίχο του μ’ εκείνη τη μπογιά
Είναι μια λέξη που δε ζήσαμε ποτέ “ελευθερία”
Κι είναι σίγουρο πως τώρα τη γράψανε παιδιά
Με λένε ποτάμι παγωμένο ήρωα πεθαμένο
Τόπο λησμονημένο τα διηγήματα
Με λένε φονιά και ματωμένο, θύμα και πληγωμένο
Συντροφικό και ξένο τα ποιήματα
Δεν νιώθω τίποτα γιατί είμαι μαχητής
Είμαι απροσκύνητος, απρόσωπος κι εκδικητής
Πηγαίνω αντίθετα από σας, έχω δικό μου νόμο
Γιατί με λένε δρόμο, γιατί με λένε δρόμο